μακροβόλος — far throwing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβολώτερον — μακροβόλος far throwing masc acc comp sg μακροβόλος far throwing neut nom/voc/acc comp sg μακροβόλος far throwing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβόλον — μακροβόλος far throwing masc/fem acc sg μακροβόλος far throwing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβόλοις — μακροβόλος far throwing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβόλου — μακροβόλος far throwing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακροβολωτέρας — μακροβολωτέρᾱς , μακροβόλος far throwing fem acc comp pl μακροβολωτέρᾱς , μακροβόλος far throwing fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβολία — μακροβολία, ἡ (Α) [μακροβόλος] βολή, ρίψη, εξακόντιση σε μεγάλη απόσταση («τὴν μὲν μακρόκωλον πρὸς τὰς μακροβολίας, τήν δὲ βραχύκωλον πρὸς τὰς ἐν βραχεῑ βολάς», Στράβ.) … Dictionary of Greek
μακροβολώ — μακροβολῶ, έω (Α) [μακροβόλος] βάλλω μακριά, ρίχνω μακριά, ακοντίζω σε μεγάλη απόσταση … Dictionary of Greek
μακροβολωτέραν — μακροβολωτέρᾱν , μακροβόλος far throwing fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)